- κυλικώδης
- κῠλῐκ-ώδης, ες,A like a cup, Sch.Theoc.2.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυλικώδης — κυλικώδης, ῶδες (Α) αυτός που μοιάζει με κύλικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύλιξ, ικ ος + κατάλ. ώδης] … Dictionary of Greek
κυλικῶδες — κυλικώδης like a cup masc/fem voc sg κυλικώδης like a cup neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύλικας — ο, και κύλικα, η (AM κύλιξ, κος, ἡ, Α επιγρ. σπαν. και κύλιξ, ὁ) 1. είδος ποτηριού με χαμηλή και λεπτή βάση και δύο λαβές που χρησιμοποιείται συνήθως ως κρασοπότηρο (α. «ἐς κύλικα μεγάλην κεραμίνην οἶνον ἐγχέαντες», Ηρόδ.) 2. παροιμ. «πολλά… … Dictionary of Greek